χρυσογραφής

χρυσοδαίδαλτος

χρυσοδακτύλιος
χρυσο·δαίδαλτος, ος, ον [] habilement travaillé en or, richement orné d’or, Eur. I.A. 219 ; Ar. Eccl. 972 (var. -δαίδαλος).
Étym. χρ. δαίδαλος.