Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
χρυσόμορφος
χρυσόνημα
χρυσόνημος
χρυσό·νημα,
ατος
(
τὸ
) fil d’or,
P. Eg.
6, 92
.
Étym.
χρ. νῆμα
.