Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
χρυσοπλόκαμος
χρυσοπλύσιον
χρυσοποιέω-ῶ
χρυσο·πλύσιον,
ου
(
τὸ
) [
ῡῠ
]
c.
χρυσιοπλύσιον,
Str.
146
.
Étym.
χρ. πλύνω
.