χρυσόπρῳρος

χρυσόπτερος

χρυσοπτέρυγος
χρυσό·πτερος, ος, ον [] aux ailes d’or, ép. d’Iris, Il. 8, 398 ; 11, 185, etc. ; Hh. Cer. 315.
Étym. χρ. πτερόν.