Χρυσός

χρυσοσάνδαλος

χρυσοσάπφειρος
χρυσο·σάνδαλος, ος, ον [ῡδᾰ] aux sandales d’or, Porph. (Eus. P.E. 113c).
Étym. χρ. σάνδαλον.