Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
χρυσόστεγος
χρυσοστέπτωρ
χρυσοστέφανος
χρυσο·στέπτωρ,
ορος
(
ὁ, ἡ
) [
ῡ
]
c. le suiv.
Man.
4, 39
.
Étym.
χρ. στέφω
.