χρυσότερος

χρυσότευκτος

χρυσοτευχής
χρυσό·τευκτος, ος, ον [] fabriqué en or, fait d’or, Eschl. Sept. 660, fr. 184 ; Eur. Ph. 220 ; Eub. (Harp. vo χρυσοχοεῖν).
Étym. χρ. τεύχω.