χρηματικός

χρημάτισις

χρηματισμός
χρημάτισις, εως () [ᾰῐσ] action de faire des affaires pour gagner de l’argent, d’où gain, Xén. Œc. 20, 22 ; El. fr. p. 369.
Étym. χρηματίζομαι.