χρησμολέσχης

χρησμολογέω-ῶ

χρησμολογία
χρησμολογέω-ῶ, prononcer des oracles, prophétiser, Ar. Av. 964, 991 ; DL. 16, 26 ; avec un acc. Spt. Jer. 45, 4.
Étym. χρησμολόγος.