χρησμοφόρος

χρησμοφύλαξ

χρησμῳδέω-ῶ
χρησμο·φύλαξ, ακος () [ῠᾰκ] gardien des oracles rendus, Luc. Alex. 23.
Étym. χρησμός, φύλαξ.