χρηστομαθέω-ῶ

χρηστομαθής

χρηστομουσέω-ῶ
χρηστο·μαθής, ής, ές [] qui a une bonne et solide instruction, Cic. Att. 1, 6, 2 ; Clém. 342.
Étym. χα. μανθάνω.