χθαμαλοφρονέω-ῶ

χθαμαλοφροσύνη

χθαμαλόφρων
χθαμαλο·φροσύνη, ης () [ᾰᾰῠ] sentiments humbles ou bas, Naz. Carm. 16, 40 ; Opp. 2, p. 92a.
Étym. χθαμαλός, φρήν.