χθαμαλερός

χθαμαλοπτήτης

χθαμαλός
χθαμαλο·πτήτης, ου [ᾰᾰ] adj. m. qui vole près de la terre, Arstt. H.A. 9, 36, 1 ; El. N.A. 9, 52.
Étym. χθαμαλός, πέτομαι.