χηναλωπέκειος

χηναλωπεκιδεύς

χηναλώπηξ
χηναλωπεκιδεύς, έως () [ᾰῐ] petit de l’oie d’Égypte, El. N.A. 7, 47.
Étym. χηναλώπηξ.