χηνίσκος

χηνοϐοσκεῖον

χηνοϐόσκιον
χηνοϐοσκεῖον, ου (τὸ) basse-cour pour les oies, Varr. R.R. 3, 10, 1, etc. ; Colum. 8, 14, 1.
Étym. χηνοϐοσκός.