δαμάλης

δαμαληφάγος

δαμαλίζω
δαμαλη·φάγος, ου () [ᾰᾰᾰ] mangeur de jeunes bœufs ou de génisses (Hèraklès) Anth. 9, 237.
Étym. δαμάλη, φαγεῖν.