Δαμασικόνδυλος

δαμασίμϐροτος

Δαμασίππη
δαμασί·μϐροτος, ος, ον [ᾰᾰ]
1 qui dompte les mortels (Sparte), Sim. (Plut. Ages. 1) ||
2 qui fait périr les mortels (lance), Pd. O. 9, 85.
Étym. δαμάζω, βροτός.