δάνειον

δάνεισμα

δανεισμός
δάνεισμα, ατος (τὸ) [δᾰ] prêt d’argent à intérêts, Dém. 925, 24 ; δ. ποιεῖσθαι, Thc. 1, 121 = δανείζεσθαι, faire un emprunt à intérêts.
Étym. δανείζω.