δαπανητικῶς

δάπανος

δάπεδον
δάπανος, ος, ον [ᾰᾰ]
1 dépensier, prodigue, Thc. 5, 103 ||
2 qui consume, qui épuise, gén. Plut. M. 624d (Ath. 52e).
Étym. cf. δαπάνη.