δαπάνησις

δαπανητικός

δαπανητικῶς
δαπανητικός, ή, όν [ᾰᾰ] qui use, qui épuise, gén. Aét. 14a ; Nyss. 1, 5a ; 227b ; Chrys. 9, 490d, 615 c Migne ; etc.
Étym. δαπανάω.