δείελος

δεικανάω-ῶ

δείκελον
δεικανάω-ῶ [κᾰ] présenter, Thcr. Idyl. 24, 56 (impf. itér. 3 sg. δεικανάασκεν) ; Arat. 208 (prés. épq. 3 pl. -κανόωσι) ||
Moy. (seul. impf. 3 pl. épq. δεικανόωντο) faire un signe de bienvenue, saluer : ἐπέεσσιν, Od. 18, 111, avec des paroles bienveillantes ; δέπασσιν, Il. 15, 86, en levant des coupes.
Étym. cf. δείκνυμι et δειδίσκομαι.