δείκελον

δεικηλίκτας

δείκηλον
δεικηλίκτας, α () mime, bouffon, chez les Lacédémoniens, Plut. Ages. 21 ; M. 212f ; Ath. 621e.
Étym. lac. p. *δεικηλίστης, de *δεικηλίζω, de δείκηλον.