δείλη

δειλία

δειλιαίνω
δειλία, ας () lâcheté, pusillanimité, Thc. 1, 112 ; Soph. O.R. 536 ; p. opp. à ἀνδρία (courage), Plat. Tim. 87a ; à θρασύτης (hardiesse), Plat. Leg. 648b.
Étym. δειλός.