δειλόψυχος

δειλόω-ῶ

δειλῶς
δειλόω-ῶ, effrayer ; au pass. (seul. part. ao. δειλωθείς) être effrayé, Spt. 1 Macc. 4, 8 et 21 ; 16, 6 ; DS. 20, 78 (var. δειλιάσας).
Étym. δειλός.