δειμαίνω

δειμαλέος

δειμαλέως
δειμαλέος, α, ον []
1 act. effrayant, Batr. 289 ; Thgn. 1124 ||
2 pass. timide, craintif, Mosch. 2, 20 ; Opp. C. 1, 165 ; Arstt. Physiogn. 6, 2.
Étym. δεῖμα.