δειπνοθήρας

δειπνοκλήτωρ

δειπνολογία
δειπνο·κλήτωρ, ορος () qui invite à dîner, amphitryon, d’où, p. ext., maître d’hôtel, c. ἐλεάτρος, Artém. (Ath. 171b).
Étym. δ. καλέω.