δεκαγράμματος

δεκαδάκτυλος

δεκαδάρχης
δεκα·δάκτυλος, ος, ον [κᾰῠ]
1 à dix doigts, DL. 4, 34 ; DC. 47, 10 ||
2 large de dix doigts, Hpc. 491, 47.
Étym. δ. δάκτυλος.