δεκάπλοκος

δεκαπλόος-οῦς

Δεκάπολις
δεκα·πλόος-οῦς, όος-οῦς, όον-οῦν, décuple, Dém. 726 fin.
Étym. δ. -πλοος ; cf. ἁπλόος, διπλόος.