δεκατεία

δεκατέσσαρες

δεκάτευμα
δεκα·τέσσαρες, ες, α = τεσσαρεσκαίδεκα, quatorze, Spt. Gen. 31, 41 ; Tob. 8, 19 ; 10, 7 ; NT. Matth. 1, 17 ; Pol. 1, 36, 11.