δεκατόσπορος

δεκατόω-ῶ

δεκατρεῖς
δεκατόω-ῶ [] percevoir la dîme : τινα, NT. Hebr. 7, 6 (pf. 3 sg. δεδεκάτωκε), sur qqn (cf. Spt. Neh. 10, 37) ; au pass. payer la dîme, NT. Hebr. 7, 9 (pf. 3 sg. δεδεκάτωται).
Étym. δέκατος.