δέλεαρ

δελεάρπαξ

δελέασμα
δελε·άρπαξ, αγος (ὁ, ἡ) [ᾰγ] qui saisit avidement l’appât, Anth. 7, 504.
Étym. δέλεαρ, ἁρπάζω.