δέλετρον

δελήτιον

δελκανός
δελήτιον, ου (τὸ) dim. de δέλεαρ, Sophr. (EM. 254, 53).
Étym. de δελητ-, contraction de δελεατ- th. de δέλεαρ ; cf. dat. δέλητι = δελέατι, Hsch. ; v. δέλεαρ.