δενδρεόθρεπτος

δένδρεον

δένδρεσι
δένδρεον, ου (τὸ) poét. c. δένδρον, Od. 5, 238 ; Eur. Bacch. 563 ||
E δενδρέῳ, Il. 3, 152 ; et δενδρέων, Od. 19, 520, dissyll. par syniz.