δενδρῖτις

δενδροϐατέω-ῶ

δενδρογάληνος οἶνος
δενδρο·ϐατέω-ῶ [] monter aux arbres, Anth. 11, 348 (prés. sbj. 2 sg.) -ῇς.
Étym. δένδρον, βατός.