δενδροκομικός

δενδρόκομος

δενδροκοπέω-ῶ
δενδρό·κομος, ος, ον, couvert (litt. chevelu) d’arbres, Eur. Hel. 1107 ; Ar. Nub. 280.
Étym. δ. κόμη.