δενδροκοπέω-ῶ

δενδρολάχανα

δενδρολίϐανον
δενδρο·λάχανα, ων (τὰ) [ᾰᾰν] légumes qui poussent en arbres, Th. H.P. 1, 3, 4.
Étym. δ. λάχανον.