δεσμός

δεσμοφύλαξ

δεσμόω-ῶ
δεσμο·φύλαξ, ακος () [ῠ ᾰκ] geôlier, Luc. Tox. 30, etc. ; NT. Ap. 16, 23, 27, 36 ; Artém. 2, 60 ; etc.
Étym. δεσμός, φ.