δέσμωμα

δεσμωτήριον

δεσμώτης
δεσμωτήριον, ου (τὸ) prison, Hdt. 3, 23 ; Thc. 6, 60 ; Plat. Gorg. 486a ; Dém. Plut. etc.
Étym. δεσμόω.