δευτεριάζω

δευτέριος

δευτεροϐόλος
δευτέριος, α, ον :
1 de qualité inférieure (vin) Nicoph. (Bkk. 89, 28) ||
2 τὸ δευτέριον, P. Eg. 6, 75 ; Aqu. Deut. 28, 57, l’arrière-faix, t. de méd.
Étym. δεύτερος.