δευτεροδία

δευτεροκοιτέω-ῶ

δευτερολογέω-ῶ
δευτερο·κοιτέω-ῶ (seul. impf. ἐδευτεροκοίτουν) coucher à deux, avoir un compagnon de lit, Ath. 584b.
Étym. δ. κοίτη.