δεξιόγυιος

δεξιολάϐος

Δεξιόνικος
δεξιο·λάϐος, ου () [] au pl. gardes ou satellites d’un prince, NT. Ap. 23, 23 (var. δεξιοϐόλος).
Étym. δεξιός, λαμϐάνω.