διαϐεϐαίωσις

διαϐεϐαιωτικός

διαϐεϐαιωτικῶς
διαϐεϐαιωτικός, ή, όν :
1 affirmatif, t. de gr. Dysc. Synt. 243, 19 ; Ptol. Sext. etc. ||
2 affirmé, confirmé, sûr (p. opp. à στοχαστικός, conjectural) Procl. Ptol. p. 10.
Étym. διαϐεϐαιόομαι.