Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
διαϐολή
διαϐολία
διαϐολικός
διαϐολία,
ας
(
ἡ
)
[
ᾱϐ
]
Pd.
P.
2, 76
,
ion.
διαϐολίη
[
ᾱ
]
Thgn.
324
,
c. le préc.
||
E
Dans les deux passages
διαι-
sel. Bgk,
cf.
καταιϐατός, μεταιϐολία
.
Étym.
διαϐολή
.