διαϐουλία

διαϐούλιον

διαϐραϐεύω
διαϐούλιον, ου (τὸ)
I ce qu’on délibère, d’où :
1 délibération, conseil, Spt. Ps. 9, 23 ; Sap. 1, 9 ; Hos. 4, 9 ; Pol. 2, 26, 3 ; 3, 20, 1 ; 5, 58, 2 ; 5, 102, 2 ; 6, 51, 6 ||
2 résolution, décision, décret, Pol. 4, 24, 2 ; 5, 49, 6 ||
II corps délibérant, conseil, Pol. 2, 39, 6 ; 11, 10, 7 ; 29, 4, 2.
Étym. διά, βουλή, cf. διαϐουλεύομαι.