διαϐριμάομαι-ῶμαι

διαϐροχή

διαϐροχισμός
διαϐροχή, ῆς () action de tremper, Diosc. 2, 129 ; Antyll. (Orib. 1, 301 ; 2, 334 B.-Dar.).
Étym. διαϐρέχω.