διαχέω

διαχλαινόω-ῶ

διαχλευάζω
δια·χλαινόω-ῶ (ao. 3 sg. διεχλαίνωσε) revêtir d’une robe, fig. Nonn. D. 2, 166.
Étym. διά, χλαῖνα.