διάχυσις

διαχυτικός

διαχώννυμι
διαχυτικός, ή, όν [ῠτ] qui a la propriété de se dissoudre, de se dissiper, gén. Plat. Tim. 60b ; Th. π. αἰσθ. 84, p. 683.
Étym. διαχέω.