διαχώρησις

διαχωρητικός

διαχωρίζω
διαχωρητικός, ή, όν :
1 qui passe facilement, digestif, Arét. ||
2 laxatif, Hpc. 392, 22, etc. ; Arstt. Probl. 21, 12 ||
Cp. -ώτερος, Hpc. Arstt. ll. cc.
Sup. -ώτατος, Hpc. 544, 34.
Étym. διαχωρέω.