διαγωνοθετέω-ῶ

διαδαίομαι

διαδάκνω
δια·δαίομαι (seul. ao. 3 pl. διεδάσαντο), partager entre soi : τι, Pd. O. 1, 81 ; Hdt. 8, 121, qqe ch. (un butin, etc.) ; ἐς φυλάς, Hdt. 4, 145, partager entre les tribus.
Étym. cf. διαδατέομαι.