διάδεξις

διαδέρκομαι

διαδέρω
δια·δέρκομαι :
1 voir à travers, acc. Il. 14, 344 (ao. opt. 3 sg. διαδράκοι) ||
2 discerner au loin, entrevoir, acc. Stasin. (Tzetz. Hist. 2, 713) (impf. 3 sg. διεδέρκετο).